- γηροβοσκία
- γηροβοσκ-ία, ἡ,A care of the aged, Alex. 312, Plu.2.111e; esp. of parents, POxy.1210.5 (i A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γηροβοσκία — γηροβοσκία, η (Α) [γηροβοσκός] το γηροβόσκημα … Dictionary of Greek
γηροβοσκίας — γηροβοσκίᾱς , γηροβοσκία care of the aged fem acc pl γηροβοσκίᾱς , γηροβοσκία care of the aged fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηροτροφία — γηροτροφία, η (Α) [γηροτρόφος] γηροβοσκία … Dictionary of Greek